- οχετός
- ο1) сток, жёлоб, трубопровод; 2) перен. нечистоты; грязь, поток грязи;
οχετός ύβρεων — поток брани
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οχετός ύβρεων — поток брани
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀχετός — means for carrying water masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχετός — ο (Α ὀχετός) αυλάκι ή υπόγεια σήραγγα κατάλληλη για τη μεταφορά τού νερού από ένα σημείο σε άλλο νεοελλ. 1. υπόγειος αγωγός ή σήραγγα απαγωγής αποβλήτων 2. βόθρος 3. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που εκστομίζει ακατάσχετα βωμολοχίες αρχ. 1. δερμάτινος… … Dictionary of Greek
οχετός — ο αυλάκι, υπόνομος ακάθαρτων νερών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀχετοῖς — ὀχετός means for carrying water masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετοῖσι — ὀχετός means for carrying water masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετοῖσιν — ὀχετός means for carrying water masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετοί — ὀχετός means for carrying water masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετοῦ — ὀχετός means for carrying water masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετούς — ὀχετός means for carrying water masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετῶν — ὀχετός means for carrying water masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετῷ — ὀχετός means for carrying water masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)